Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα καθολικό πολιτικό αδιέξοδο, όπου κι αν στρέψει το βλέμμα της. Αφενός, η συσσωρευμένη κοινωνική οργή για την κυβερνητική συγκάλυψη του εγκλήματος το Τεμπών και για τους λανθασμένους χειρισμούς γύρω από αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο Πρωθυπουργός, όχι μόνο να χάνει την αξιοπιστία προς το πρόσωπό του, αλλά και να θεωρείται από πολλούς ο ενορχηστρωτής της εν λόγω συγκάλυψης. Αφετέρου, οι συνεχείες αποτυχίες στην εξωτερική πολιτική δημιουργούν ανησυχίες, με αποκορύφωμα τις τρανταχτές απουσίες του Κυριάκου Μητσοτάκης σε Μόναχο και Παρίσι, αλλά και τη συνάντηση του με τον Εμανουέλ Μακρόν, στο πλαίσιο της οποίας ο Πρωθυπουργός δεν πήρε ξεκάθαρη απάντηση για το ενδεχόμενο να πωληθούν πύραυλοι Meteor στην Τουρκία, κάτι που αλλάζει τις ισορροπίες στο Αιγαίο σε βάρος της Ελλάδας.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, πολλοί είναι οι Υπουργοί οι οποίοι αναμένουν τις επόμενες κινήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, δηλαδή έναν ενδεχόμενο ανασχηματισμό, παρά τους εφησυχασμούς του κυβερνητικού εκπροσώπου πως «δεν είναι στις προθέσεις του Πρωθυπουργού». Δεν είναι τυχαίο πως πληθώρα βουλευτών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος κόμματος αναμένουν τηλεφώνημα για να αξιοποιηθούν στη νέα υπουργική σύνθεση που πρόκεται να διαμορφωθεί. Αλλωστε, τα στελέχη που θα υπουργοποιηθούν θα εκκινούν από καλύτερη αφετηρία από τους ανταγωνιστές τους σε ό,τι αφορά τις ερχόμενες εθνικές εκλογές. Η στρατηγική του Πρωθυπουργού δεν είναι άλλη από το να προβεί σε δομικό ανασχηματισμό, προκειμένου να μοιράσει δεξιά και αριστερά τις πολιτικές ευθύνες περί κοινωνικής δυσαρέσκειας, αλλά και προκειμένου να απομακρυνθεί ο ίδιος από το κάδρο των ευθυνών. Με αυτήν τη λογική ακούγεται έντονα το σενάριο ότι ο Υφυπουργός Χρήστος Τριαντόπουλος και ο Υπουργός Χρήστος Σταϊκούρας θα βρεθούν εκτός κυβερνητικής σύνθεσης, ενώ αλλαγές αναμένεται να γίνουν και στο Μαξίμου.
Μάλιστα, ενώ τις τελευταίες ημέρες το σενάριο του ανασχηματισμού ακουγόταν εντόνως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να μην βιαστεί και να εκτελέσει το σχέδιο του κατά τις αρχές του Μαρτίου ώστε να υπάρχει συνολική εικόνα της κοινωνικής αντίδρασης. Αλλωστε, κατά πολλούς, σταθμός για τις πολιτικές εξελίξεις ενδεχομένως να είναι οι διαδηλώσεις που έχουν προγραμματιστεί για τις 28 Φεβρουαρίου σε όλες τις πόλεις της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό, για τη συμπλήρωση δύο χρόνων από την τραγωδία στα Τέμπη.
Ταυτόχρονα, σε μυστικές δημοσκοπήσεις που διαθέτει το Μαξίμου, πέρα από την ξεκάθαρη πολιτική φθορά που έχει υποστεί η κυβέρνηση μετά τις μαζικές διαδηλώσεις για τα Τέμπη στις 26 Ιανουαρίου, υπάρχει ένα στοιχείο που προκαλεί ανησυχία. Πλέον στην ομάδα των «αναποφάσιστων» πολιτών ολοένα και λιγότεροι είναι εκείνοι που δηλώνουν ότι ίσως να ψηφίσουν τη ΝΔ στις προσεχείς εθνικές εκλογές. Αυτό σημαίνει ότι δυνητικά η πολιτική συρρίκνωση της κυβέρνησης είναι πολύ μεγαλύτερη από το 1,5% και τις δύο μονάδες που διαρρέεται από κύκλους του Μαξίμου.
Η εικόνα της κυβερνητικής συγκάλυψης, σε συνδυασμό με το τεράστιο κύμα ακρίβειας που έχει γίνει μόνιμη συνθήκη και τη διευρυμένη ανασφάλεια, βαθαίνει την αδράνεια που παρατηρείται όλο το τελευταίο διάστημα στον «γαλάζιο» μηχανισμό. Οι τοπικές οργανώσεις υπολειτουργούν, ενώ πολλά στελέχη την ΝΔ εκτιμούν ότι πολλές επιλογές της κυβέρνησης δεν είναι «υποστηρίξιμες». Σε αυτό το πλαίσιο κεντρικά στελέχη, ακόμα και από το εσωτερικό του Μαξίμου, έχουν αρχίσει να κάνουν τον γύρο των «γαλάζιων» τοπικών οργανώσεων ώστε να διαμορφωθεί μια συνθήκη «σύσφιξης» των σχέσεων και εμπιστοσύνης με την κεντρική «γαλάζια» διοίκηση. Δεν είναι τυχαίο πως οι φωνές που ζητούν το συνέδριο της ΝΔ να μεταφερθεί από την άνοιξη στο φθινόπωρο ολοένα και δυναμώνουν.