Καταδικάστηκε σε 7ετή κάθειρξη από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την κατηγορούμενη να ομολογεί την πράξη της και να την αποδίδει στον εθισμό της στον τζόγο.
Η υπόθεση έφτασε στη Δικαιοσύνη τον Ιούλιο του 2020, μετά από έγκληση της επιχείρησης (ξένων συμφερόντων), όπου η λογίστρια εργαζόταν επί σειρά ετών. Το «κουβάρι» της υπόθεσης άρχισε να ξετυλίγεται, όταν λίγο καιρό νωρίτερα υπάλληλος τράπεζας όπου η εταιρεία διατηρούσε λογαριασμό διαπίστωσε ύποπτες συναλλαγές. Σύμφωνα με τη δικογραφία, επρόκειτο για τραπεζικό λογαριασμό, μέσω του οποίου διακινούνταν χρήματα που ήταν αναγκαία για τη λειτουργία του γραφείου της εταιρείας στη Θεσσαλονίκη και των δραστηριοτήτων της αναφορικά με τη συμμετοχή της στο έργο κατασκευής του μετρό της πόλης.
Από έρευνα που έκαναν ορκωτοί λογιστές διαπιστώθηκε ότι το διάστημα από τον Μάρτιο του 2019 έως τον Μάιο του 2020, η καταδικασθείσα μετέφερε διαδοχικά -και εν αγνοία των προϊσταμένων της- μεγάλα χρηματικά ποσά από τον συγκεκριμένο λογαριασμό τόσο σε προσωπικό της λογαριασμό όσο και σε διαδικτυακή εταιρεία διεξαγωγής τυχερών παιχνιδιών. Για να δικαιολογήσει λογιστικά τις παράνομες μεταφορές, η ίδια τις απέδιδε σε δήθεν πληρωμές και προκαταβολές προς προμηθευτές και υπαλλήλους, διάφορα έξοδα της επιχείρησης κ.ά.
Στην απολογία της, η λογίστρια εμφανίστηκε μετανιωμένη, εκφράζοντας τη λύπη της που πρόδωσε την εμπιστοσύνη των εργοδοτών της. Διά του συνηγόρου της, ανέφερε ότι ξεκίνησε να παρακολουθεί πρόγραμμα θεραπείας για να απεξαρτηθεί από τον τζόγο.
Οι δικαστές την έκριναν ένοχη για υπεξαίρεση από εντολοδόχο, κατ’ εξακολούθηση, χωρίς να της αναγνωρίσουν ελαφρυντικό, δείχνοντάς της τον δρόμο προς τις φυλακές (παρέμενε ελεύθερη με περιοριστικό όρο μετά την απολογία της στον ανακριτή).
πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ