Δίχως κάποια ουσιαστική αλλαγή για τους Έλληνες καταναλωτές φαίνεται πως θα είναι η εφαρμογή των πιο άμεσων δράσεων που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του πρόσφατου σχεδίου δράσης για οικονομικά προσιτή ενέργεια, έχοντας πλέον παραδεχτεί το πολύ υψηλό ενεργειακό κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις και στη μετά τις κρίσεις εποχή.
Η Ε.Ε. θέτει ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση τριών στοιχείων του ενεργειακού κόστους ώστε να επιτευχθεί η μείωση των λογαριασμών για τους καταναλωτές: του κόστους δικτύων και συστήματος, της φορολογία και του κόστους προμήθειας. Σύμφωνα με το σχέδιο της Κομισιόν, η μείωση των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να γίνει σήμερα κιόλας, κάτι που απαιτεί «άμεση δράση όπως και μεγαλύτερη φιλοδοξία, ιδίως στους τομείς των χρεώσεων δικτύου και της φορολογίας».
Ωστόσο, ήδη τα πρώτα μηνύματα που έρχονται από την ελληνική πραγματικότητα είναι ότι η έμφαση θα δοθεί μόνο στο κόστος προμήθειας, ενώ δεν διαφαίνεται πρόθεση για παρεμβάσεις στα θέματα της φορολογίας και του κόστους των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας ως άμεσα μέτρα για την αποκλιμάκωση των λογαριασμών. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι στις τοποθετήσεις του ο νέος Υπουργός ΠΕΝ, Σταύρος Παπασταύρου, δεν αναφέρθηκε καθόλου στα δύο στοιχεία που, κατά την Κομισιόν, μπορούν να αποδώσουν άμεσα, αλλά στάθηκε μόνο στα μεσομακροπρόθεσμα μέτρα που αφορούν τις διασυνοριακές διασυνδέσεις και ροές καθώς και τις αγορές φυσικού αερίου.
Η μείωση στις χρεώσεις δικτύου δεν είναι τόσο απλή υπόθεση, καθώς, όπως αναφέρει και η Κομισιόν, ενώ απαιτείται σημαντικό κεφάλαιο για επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό και στην επέκταση του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, που θα διευκολύνει την ανάπτυξη των ΑΠΕ, τον εξηλεκτρισμό και τις νέες ανάγκες της βιομηχανικής και επιχειρηματικής ζήτησης, την ίδια στιγμή τα κόστη λειτουργίας του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας πολλαπλασιάζονται.
Το σχέδιο όμως αναφέρεται σε χρεώσεις δικτύου που δίνουν κίνητρα για την απόδοση του συστήματος και τη χρήση καθαρού ηλεκτρισμού χαμηλότερου κόστους, που θα μπορούσαν να μειώσουν γρήγορα το κόστος λειτουργίας του συνολικού συστήματος. Μάλιστα φέρνει ως παράδειγμα τη μείωση των αναγκών και του κόστους ανακατανομής, την πιο χαμηλή ζήτηση αιχμής και συνεπώς τις επενδυτικές δαπάνες στο δίκτυο και τελικά τη μείωση των τελών δικτύων στον λογαριασμό σε σχέση με τη μη λήψη μέτρων. Επίσης, επισημαίνεται ότι, δεδομένου του μεγέθους των αναγκαίων επενδύσεων, η κατανομή αυτών σταδιακά με την πάροδο του χρόνου (στα επόμενα έτη) μπορεί να βοηθήσει ώστε το κόστος να παραμείνει συγκρατημένο για τους καταναλωτές.
Στη χώρα μας οι ανατιμήσεις στα τέλη χρήσης δικτύων (ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ) είναι ήδη τεράστιες τα τελευταία τουλάχιστον τρία χρόνια, με το κόστος να έχει υπερδιπλασιαστεί για τους καταναλωτές και έπεται συνέχεια. Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα την περίοδο 2025-2030, οι επενδύσεις στα δίκτυα θα ανέλθουν στο 10,6% των συνολικών επενδύσεων για την ενεργειακή μετάβαση και υπολογίζεται πως το κόστος συνολικά θα φτάσει στα 9,9 δισ., δηλαδή πάνω από 1,5 δισ. ετησίως στην εξαετία.