Η δημοσκοπική κατάρρευση της Νέας Δημοκρατίας, η κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών, οι εσωτερικές τριβές φέρνουν το κόμμα σε μια πρωτοφανή κρίση μετά τις νέες αποκαλύψεις στα Τέμπη και τα νέα πορίσματα.
Πριν ξεκινήσει αυτή η κρίση το δίλημμα που υπήρχε στη δημόσια σφαίρα ήταν αν το κόμμα θα εγκαταλείψει την εκσυγχρονιστική κεντρώα προσέγγιση και θα στραφεί στον λαϊκό δεξιό συντηρητισμό λόγω των μεταστροφών του “τυφώνα Τραμπ”.
Η κρίση που βρίσκεται σήμερα η Νέα Δημοκρατία δεν αφήνει και πολλά περιθώριο ελιγμών. Ο Μητσοτάκης ξεχνά πλέον τη δεξιά. Και η απόφαση θα είναι η στροφή στο κέντρο και διατήρηση της ταυτότητας του εκσυγχρονισμού, της επιτελικότητας και της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης των «ειδικών» που συνηθίσαμε τα πρώτα χρόνια (2019-2021). Οι λόγοι είναι τέσσερις.

Υπάρχουν αυθεντικότεροι εκφραστές της λαϊκής δεξιάς
Πρώτον, η δεξιά στροφή σήμερα απαιτεί αντισυστημικό λόγο και λαϊκίστικη προσέγγιση, κάτι που ο Μητσοτάκης λόγω του προφίλ του δεν μπορεί να υπηρετήσει. Αλλά και να το κάνει, πλέον έχουν σφυρηλατηθεί στα δεξιά του ποιο γνήσιοι εκφραστές του δεξιού λαϊκισμού στην Ελλάδα που θα ήταν αστείο να επιχειρήσουσε ο Μητσοτάκης να τους μιμηθεί. Οι ψηφοφόροι αυτοί ψήφισαν Μητσοτάκη το 2019 στη βάση της αντίδρασης στην συμφωνία των Πρεσπών και στην δικαιωματιστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα είναι στο κόμμα Βελόπουλου, στη ΝΙΚΗ, στη Λατινοπούλου και σε άλλα κόμματα.

Το προφίλ του Μητσοτάκη είναι κεντρώο
Δεύτερον, ο Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε ο ίδιος ως προσωπικότητα να υπηρετήσει την ατζέντα αυτή όταν επένδυσε τα τελευταία χρόνια στο κέντρο διανοίγοντας μονοπάτια που ποτέ δεν είχε η Νέα Δημοκρατία κάνοντας σοβαρή ζημιά και στην αντιπολίτευση.

Το προφίλ του Ευρωπαίου, του κεντρώου μεταρρυθμιστή δεν μπορεί να μετατραπεί στο προφίλ ενός συντηρητικού ηγέτη με αντισυστημικό λόγο, με ρατσιστικές ιαχές και ευρωσκεπτικιστικά, αντι-φεντεραλιστικά επιχειρήματα όπως απαιτεί πλέον η δεξιά στην εποχή Τραμπ. Είναι αδύνατο ένα τέτοιο rebranding. Βλέποντας μάλιστα και το τέλος να προδιαγράφεται στον ορίζοντα, σκεπτόμενος την υστεροφημία του δεν θα ήθελε να φέρει μια τέτοια μεταστροφή.
Ο ανταγωνισμός στα δεξιά είναι πλέον ισχυρός και μόνιμος
Τρίτον, τα κόμματα που υπάρχουν στα δεξιά της ΝΔ πέραν ότι είναι πολλά, έχουν αρχίσει να αποκτούν σχέση άμεσης επικοινωνίας με τους ψηφοφόρους και το κοινό τους. Το κόμμα Βελόπουλου ίσως ήταν πυροτέχνημα το 2019. Όμως το 2025 μετά από συνεχείς ζυμώσεις στο ακροατήριο του έχει ένα σταθερό εκλογικό κοινό που είναι δύσκολο πλέον να το χάσει ειδικά στη βόρεια Ελλάδα. Ένα κοινό ακόμη, ιδιαίτερα πιο νέο, αποδέχεται τον κοινωνικό συντηρητισμό, τον αντιμεταναστευτικό λόγο με μια φιλοδυτική προσέγγιση. Ένα κοινό που δεν θα επέστρεφε ποτέ στη ΝΔ και το εκμεταλλεύονται αλλά κόμματα σήμερα όπως εκείνο της Λατινοπούλου.
Σε κανένα από αυτά τα κοινά ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε να έχει πέρασμα. Ο μόνος τρόπος να τον ψηφίσουν θα ήταν με πίεση του φόβου, προκειμένου να μην έρθει στην εξουσία ένα κόμμα της αριστεράς. Άλλωστε, στο νέο αυτό πολιτικό σκηνικό δεν θα μπορέσει κάποιος να διεκδικήσει ποσοστά περισσότερο από 30%.
Ασφυξία στο ΠΑΣΟΚ και την κεντροαριστερά
Τέταρτον, η κατεύθυνση αυτή προς το κέντρο ανακόπτει τη γιγάντωση ενός κόμματος στην κεντροαριστερά. Το ΠΑΣΟΚ κάθε μέρα αποδεικνύεται ανίκανο να κερδίσει το κέντρο από τον Μητσοτάκη. Η πρόταση δυσπιστίας ήταν άλλη μια ζωντανή επιτυχία. Ο Ανδρουλάκης έχει προσεγγίσει ανοιχτά το κέντρο με τις ευλογίες Διαμαντοπούλου σε μια στρατηγική που βουλιάζει μέρα με τη μέρα.

Απ’ την άλλη ο Μητσοτάκης στρεφόμενος στο κέντρο πιέζει και ένα ποσοστό κεντροαριστερών οι οποίοι έλκονται από τον εκσυγχρονισμό που πρεσβεύει ο Μητσοτάκης ή από την ατζέντα στην εξωτερική πολιτική και στον φόβο ενός ερχόμενου δεξιού λαϊκισμού στην κυβέρνηση θα στρέφονταν στο ΠΑΣΟΚ ή και στον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτοί τέσσερεις λόγοι καθιστούν αδύνατη μια στροφή του Μητσοτάκη στα δεξιά. Την τελική του μάχη θα την δώσει στο κέντρο όπου και θα αποφασίσει αν θα κάνει άμεσα εκλογές ή αν θα βγάλει την τετραετία και θα δώσει χρίσμα.