Προβληματισμένη είναι η Κομισιόν μετά από την αύξηση των δασμών που επέβαλε ο Ντόναλντ Τραμπ στα προϊόντα του Καναδά, του Μεξικό και της Κίνας. Χαρακτήρισε, μάλιστα, αυτό το μέτρο «επιζήμιο για όλες τις πλευρές».
«Η ΕΕ είναι απόλυτα πεπεισμένη ότι οι χαμηλοί δασμοί προάγουν την ανάπτυξη και την οικονομική σταθερότητα, όμως θα απαντήσει με σθένος εάν στοχοθετηθεί από “άδικους” δασμούς», προειδοποίησε η Κομισιόν.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε απειλήσει τις προηγούμενες μέρες την Ευρωπαϊκή Ένωση με επιβολή δασμών, χωρίς ωστόσο να προσδιορίσει το πότε.
«Θα κάνουμε κάτι πολύ ουσιαστικό με τους δασμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση», είπε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους στο Οβάλ Γραφείο. «Αν θα επιβάλω δασμούς στην ΕΕ; Θέλετε την πραγματική απάντηση ή τη διπλωματική; Ασφαλώς. Η ΕΕ μας συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα», πρόσθεσε.
Εμπορικός πόλεμος Τραμπ με Καναδά, Κίνα και Μεξικό: Τα κίνητρα του Αμερικάνου προέδρου
Υπενθυμίζεται πως ο Ντόναλντ Τραμπ υλοποίησε την προεκλογική απειλή του και προχώρησε στην επιβολή δασμών στις εισαγωγές προϊόντων από τον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα.
Οι αντιδράσεις από τις εμπλεκόμενες χώρες ήταν άμεσες και σφοδρές, ενώ ο κίνδυνος ενός πλήρη εμπορικού πολέμου που μπορεί να επηρεάσει τις παγκόσμιες αγορές και την οικονομική σταθερότητα είναι πιο κοντά από ποτέ.
Σύμφωνα με το διάταγμα που υπέγραψε ο Αμερικανός πρόεδρος, οι νέοι δασμοί περιλαμβάνουν: 25% στις εισαγωγές προϊόντων από τον Καναδά και το Μεξικό σε συνδυασμό με 10% επιπλέον στους ήδη υπάρχοντες δασμούς στα κινεζικά προϊόντα.
Ο Τραμπ επικαλείται ως κίνητρο, λόγους εθνικής ασφαλείας, χρησιμοποιώντας τον νόμο του 1977 για τις διεθνείς έκτακτες οικονομικές εξουσίες (IEEPA). Ισχυρίζεται ότι οι δασμοί είναι απαραίτητοι για την καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών και της παράτυπης μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ. Παράλληλα, υποστηρίζει ότι η Κίνα εξάγει χημικές ουσίες στο Μεξικό, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την παραγωγή φαιντανύλης, ενώ καταγγέλλει τον Καναδά και το Μεξικό για ανεπαρκή έλεγχο των συνόρων τους.
Η επιβολή δασμών θα τεθεί σε εφαρμογή την Τρίτη 4 Φεβρουαρίου για τον Καναδά, όπως αναφέρει το προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP).